Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόapprovvigionàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [approvviʤoˈnare] 1 προμηθεύω 2 επισιτίζω 3 παρέχω τα αναγκαία 4 εφοδιάζω 5 τροφοδοτώ approvvigionàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [approvviʤoˈnarsi] εφοδιάζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |