Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtaràra, tararà
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [taˈrara], [taraˈra] μηχανή λιχνίσματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |