Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtaratùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [taraˈtura] 1 βαθμονόμηση 2 ρύθμιση 3 μέτρηση του απόβαρου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |