Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


taratùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [taraˈtura]

1 βαθμονόμηση
2 ρύθμιση
3 μέτρηση του απόβαρου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tarato tarchiato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tarantolismo (ουσ αρσ )
tarara, tararà (θηλ.ουσ)
tarare (ρ. μτβ.)
tarassaco (ουσ αρσ )
tarato (ουσ αρσ )
taratura (θηλ.ουσ)
tarchiato (επίθ.)
tardare (ρ.αμτβ.)
tardezza (θηλ.ουσ)
tardi (επίρ.)
tardigrado (αρσ. επίθ και ουσ)
tardivamente (επίρ.)
tardività (θηλ.ουσ)
tardivo (επίθ.)
tardo (επίθ.)
tardona (θηλ.ουσ)
tardone (επίθ.)
targa (θηλ.ουσ)
targare (ρ. μτβ.)
targato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---