Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


targàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tarˈgato]

ο με αριθμό κυκλοφορίας (για όχημα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  targare targatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tardo (επίθ.)
tardona (θηλ.ουσ)
tardone (επίθ.)
targa (θηλ.ουσ)
targare (ρ. μτβ.)
targato (επίθ.)
targatura (θηλ.ουσ)
targhetta (θηλ.ουσ)
targhettare (ρ. μτβ.)
targhettatrice (θηλ.ουσ)
targone (ουσ αρσ )
tariffa (θηλ.ουσ)
tariffale (επίθ.)
tariffare (ρ. μτβ.)
tariffario (ουσ αρσ )
tariffario (επίθ.)
tarlare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tarlarsi (ρ.μ. (αντων.))
tarlatana (θηλ.ουσ)
tarlato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---