Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tàrdo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtardo]

1 οκνηρός
2 νωθρός
3 σιγανός
4 οκνός
5 αργοσάλευτος
6 αργός
7 βραδύς
8 βραδυκίνητος
9 αργοπορημένος
10 αργόστροφος
11 αμβλύνους
12 οπισθοδρομικός
13 καθυστερημένος
14 όψιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tardivo tardona  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tardi (επίρ.)
tardigrado (αρσ. επίθ και ουσ)
tardivamente (επίρ.)
tardività (θηλ.ουσ)
tardivo (επίθ.)
tardo (επίθ.)
tardona (θηλ.ουσ)
tardone (επίθ.)
targa (θηλ.ουσ)
targare (ρ. μτβ.)
targato (επίθ.)
targatura (θηλ.ουσ)
targhetta (θηλ.ουσ)
targhettare (ρ. μτβ.)
targhettatrice (θηλ.ουσ)
targone (ουσ αρσ )
tariffa (θηλ.ουσ)
tariffale (επίθ.)
tariffare (ρ. μτβ.)
tariffario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---