Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtariffàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tarifˈfarjo] 1 τιμοκατάλογος 2 κατάλογος τελών 3 δασμολόγιο tariffàrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [tarifˈfarjo] 1 τιμολογιακός 2 δασμολογικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |