Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tardìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tarˈdivo]

1 αργοπορημένος πολύ
2 όψιμος
3 καθυστερημένος χρονικά
4 οπισθοδρομικός
5 καθυστερημένος
6 αργοπορημένος
7 υποανάπτυκτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tardività tardo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tardezza (θηλ.ουσ)
tardi (επίρ.)
tardigrado (αρσ. επίθ και ουσ)
tardivamente (επίρ.)
tardività (θηλ.ουσ)
tardivo (επίθ.)
tardo (επίθ.)
tardona (θηλ.ουσ)
tardone (επίθ.)
targa (θηλ.ουσ)
targare (ρ. μτβ.)
targato (επίθ.)
targatura (θηλ.ουσ)
targhetta (θηλ.ουσ)
targhettare (ρ. μτβ.)
targhettatrice (θηλ.ουσ)
targone (ουσ αρσ )
tariffa (θηλ.ουσ)
tariffale (επίθ.)
tariffare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---