Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tardóna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tarˈdona]

τεμπέλα γυναίκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tardo tardone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tardigrado (αρσ. επίθ και ουσ)
tardivamente (επίρ.)
tardività (θηλ.ουσ)
tardivo (επίθ.)
tardo (επίθ.)
tardona (θηλ.ουσ)
tardone (επίθ.)
targa (θηλ.ουσ)
targare (ρ. μτβ.)
targato (επίθ.)
targatura (θηλ.ουσ)
targhetta (θηλ.ουσ)
targhettare (ρ. μτβ.)
targhettatrice (θηλ.ουσ)
targone (ουσ αρσ )
tariffa (θηλ.ουσ)
tariffale (επίθ.)
tariffare (ρ. μτβ.)
tariffario (ουσ αρσ )
tariffario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---