Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtaràssaco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [taˈrassako] 1 πικραλίδα 2 ραδίκι (πικραλίδα) 3 ταράξακο το φαρμακευτικό taraxacum officinale permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |