Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtarantolàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [tarantoˈlato] δηλητηριασμένος από δάγκωμα ταραντούλας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |