Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tarchiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tarˈkjato]

1 ογκώδης σε κατασκευή
2 χοντροδέματος
3 ισχυρά και βαριά χτισμένος
4 μεγαλόσωμος
5 γεροδεμένος
6 ευτραφής
7 σφιχτοδεμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  taratura tardare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tarara, tararà (θηλ.ουσ)
tarare (ρ. μτβ.)
tarassaco (ουσ αρσ )
tarato (ουσ αρσ )
taratura (θηλ.ουσ)
tarchiato (επίθ.)
tardare (ρ.αμτβ.)
tardezza (θηλ.ουσ)
tardi (επίρ.)
tardigrado (αρσ. επίθ και ουσ)
tardivamente (επίρ.)
tardività (θηλ.ουσ)
tardivo (επίθ.)
tardo (επίθ.)
tardona (θηλ.ουσ)
tardone (επίθ.)
targa (θηλ.ουσ)
targare (ρ. μτβ.)
targato (επίθ.)
targatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---