Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtaràntola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [taˈrantola] 1 φαλάγγι Lycosa tarentula 2 ταραντούλα (δηλητηριώδης αράχνη) Lycosa tarentula permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |