Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tarantìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [taranˈtizmo]

1 μανία χορού παλιάς Ευρώπης
2 ασθένεια μανίας χορού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tarantella tarantola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tara (θηλ.ουσ)
tarabuso (ουσ αρσ )
tarallo (ουσ αρσ )
taralluccio (ουσ αρσ )
tarantella (θηλ.ουσ)
tarantismo (ουσ αρσ )
tarantola (θηλ.ουσ)
tarantolato (αρσ. επίθ και ουσ)
tarantolismo (ουσ αρσ )
tarara, tararà (θηλ.ουσ)
tarare (ρ. μτβ.)
tarassaco (ουσ αρσ )
tarato (ουσ αρσ )
taratura (θηλ.ουσ)
tarchiato (επίθ.)
tardare (ρ.αμτβ.)
tardezza (θηλ.ουσ)
tardi (επίρ.)
tardigrado (αρσ. επίθ και ουσ)
tardivamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---