Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtàra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [taˈra] 1 απόβαρο 2 ελάττωμα 3 αξιοπρόσεκτη ατέλεια 4 μειονέκτημα 5 κληρονομική ατέλεια 6 ψεγάδι 7 κουσούρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |