Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spallétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spalˈletta]

1 πρόχωμα
2 φράγμα αναχαίτισης
3 επίχωμα
4 άνδηρο
5 παραπέτο
6 πολεμίστρα
7 ανάχωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spalleggiare spalliera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spallaccio (ουσ αρσ )
spallata (θηλ.ουσ)
spallazione (θηλ.ουσ)
spalleggiamento (ουσ αρσ )
spalleggiare (ρ. μτβ.)
spalletta (θηλ.ουσ)
spalliera (θηλ.ουσ)
spallina (θηλ.ουσ)
spalluccia (θηλ.ουσ)
spallucciata (θηλ.ουσ)
spalmare (ρ. μτβ.)
spalmarsi (ρ.μ. (αντων.))
spalmata (θηλ.ουσ)
spalmatrice (θηλ.ουσ)
spalmatura (θηλ.ουσ)
spalto (ουσ αρσ )
spampanare (ρ. μτβ.)
spampanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spampanato (επίθ.)
spampanatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---