Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spalmàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spalˈmare]

αλείφω

spalmarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [spalˈmarsi]

1 τρίβομαι
2 απλώνω στο σώμα μου
3 αλείβομαι
4 πασαλείβομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spallucciata spalmata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spalletta (θηλ.ουσ)
spalliera (θηλ.ουσ)
spallina (θηλ.ουσ)
spalluccia (θηλ.ουσ)
spallucciata (θηλ.ουσ)
spalmare (ρ. μτβ.)
spalmarsi (ρ.μ. (αντων.))
spalmata (θηλ.ουσ)
spalmatrice (θηλ.ουσ)
spalmatura (θηλ.ουσ)
spalto (ουσ αρσ )
spampanare (ρ. μτβ.)
spampanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spampanato (επίθ.)
spampanatura (θηλ.ουσ)
spanare (ρ. μτβ.)
spanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spanato (επίθ.)
spanatura (θηλ.ουσ)
spanciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---