Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spalmatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spalmaˈtura]

1 γρασάρισμα
2 πίσσωμα
3 λάδωμα
4 άλειμμα
5 επάλειψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spalmatrice spalto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spallucciata (θηλ.ουσ)
spalmare (ρ. μτβ.)
spalmarsi (ρ.μ. (αντων.))
spalmata (θηλ.ουσ)
spalmatrice (θηλ.ουσ)
spalmatura (θηλ.ουσ)
spalto (ουσ αρσ )
spampanare (ρ. μτβ.)
spampanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spampanato (επίθ.)
spampanatura (θηλ.ουσ)
spanare (ρ. μτβ.)
spanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spanato (επίθ.)
spanatura (θηλ.ουσ)
spanciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spanciata (θηλ.ουσ)
spancio (ουσ αρσ )
spandere (ρ.αμτβ.)
spandere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---