Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspancio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈspanʧo] 1 εξόγκωση 2 τουμπάνιασμα 3 τουλούμιασμα 4 διόγκωση 5 πρήξιμο 6 φούσκωμα 7 εξόγκωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |