Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spàndere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈspandere]

1 ακτινοβολούμαι (για δέσμη φωτός)
2 κάνω φιγούρα (αργκό μαθητική)
3 απλώνομαι
4 διαχέομαι (για φως)

spàndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspandere]

χύνω

spandersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈspandersi]

1 διαδίδομαι
2 χύνομαι
3 κατακλύζω
4 απλώνομαι
5 επεκτείνομαι
6 διευρύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spancio spandicera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spanato (επίθ.)
spanatura (θηλ.ουσ)
spanciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spanciata (θηλ.ουσ)
spancio (ουσ αρσ )
spandere (ρ.αμτβ.)
spandere (ρ. μτβ.)
spandersi (ρ.μ. (αντων.))
spandicera (ουσ αρσ )
spandiconcime (ουσ αρσ )
spandifieno (ουσ αρσ )
spandiletame (ουσ αρσ )
spandimento (ουσ αρσ )
spandisabbia (ουσ αρσ και θηλ.)
spanditrice (θηλ.ουσ)
spaniare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spaniarsi (ρ.μ. (αντων.))
spaniel (ουσ αρσ )
spanna (θηλ.ουσ)
spannare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---