Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspandiconcìme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,spandikonˈʧime] εργαλείο απλώματος λιπάσματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |