Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spandiconcìme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,spandikonˈʧime]

εργαλείο απλώματος λιπάσματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spandicera spandifieno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spancio (ουσ αρσ )
spandere (ρ.αμτβ.)
spandere (ρ. μτβ.)
spandersi (ρ.μ. (αντων.))
spandicera (ουσ αρσ )
spandiconcime (ουσ αρσ )
spandifieno (ουσ αρσ )
spandiletame (ουσ αρσ )
spandimento (ουσ αρσ )
spandisabbia (ουσ αρσ και θηλ.)
spanditrice (θηλ.ουσ)
spaniare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spaniarsi (ρ.μ. (αντων.))
spaniel (ουσ αρσ )
spanna (θηλ.ουσ)
spannare (ρ. μτβ.)
spannatoia (θηλ.ουσ)
spannatura (θηλ.ουσ)
spannocchia (θηλ.ουσ)
spannocchiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---