Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspannòcchia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [spanˈnɔkkja] 1 γαρίδα 2 φούντα καλαμποκιού 3 στάχυ καλαμποκιού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |