Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsparàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [spaˈrare] πυροβολώ sparàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [spaˈrare] 1 κόβω κατά μήκος 2 κόβω ανοίγοντας κάτι διάπλατα spararsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [spaˈrarsi] 1 πυροβολούμαι 2 αυτοπυροβολούμαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |