Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspargiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sparʤiˈmento] 1 χύσιμο 2 διάχυση 3 διασκορπισμός 4 σκόρπισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |