Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spàrso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsparso]

1 καλυμμένος
2 διάσπαρτος
3 λυτός
4 χύμα (για εμπόρευμα)
5 διεσπαρμένος
6 χυμένος
7 σκορπισμένος
8 διασκορπισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sparsamente spartachista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sparpagliamento (ουσ αρσ )
sparpagliare (ρ. μτβ.)
sparpagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
sparpagliato (επίθ.)
sparsamente (επίρ.)
sparso (επίθ.)
spartachista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Spartaco (κύρ.όν. αρσ.)
spartanamente (επίρ.)
spartano (ουσ αρσ )
spartano (επίθ.)
spartiacque (ουσ αρσ )
spartibile (επίθ.)
spartifuoco (ουσ αρσ )
spartineve (ουσ αρσ )
spartire (ρ. μτβ.)
spartisemi (ουσ αρσ )
spartito (ουσ αρσ )
spartitraffico (ουσ αρσ )
spartizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---