Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspàrso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsparso] 1 καλυμμένος 2 διάσπαρτος 3 λυτός 4 χύμα (για εμπόρευμα) 5 διεσπαρμένος 6 χυμένος 7 σκορπισμένος 8 διασκορπισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |