Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspartizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [spartitˈtsjone] 1 μεσοτοιχία 2 διαμοιρασμός 3 διαίρεση 4 χώρισμα 5 κατάτμηση 6 διαμελισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |