Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspasmòdico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [spazˈmɔdiko] 1 που γίνεται με σπασμούς 2 σπασμωδικός 3 σπασμώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |