Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spàsimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspazimo]

1 σπασμός επώδυνος
2 σουβλιά πόνου
3 οξύς πόνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spasimare spasmo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sparuto (επίθ.)
sparviere (ουσ αρσ )
sparviero (αρσ. επίθ και ουσ)
spasimante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
spasimare (ρ.αμτβ.)
spasimo (ουσ αρσ )
spasmo (ουσ αρσ )
spasmodico (επίθ.)
spasmolitico (επίθ.)
spassare (ρ. μτβ.)
spassarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spassarsela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
spasseggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spasseggio (ουσ αρσ )
spassionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spassionatamente (επίρ.)
spassionatezza (θηλ.ουσ)
spassionato (επίθ.)
spasso (ουσ αρσ )
spassoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---