Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spassàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spasˈsare]

διασκεδάζω

spassàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spasˈsarsi]

1 γλεντώ
2 ξεσκάζω
3 ψυχαγωγούμαι
4 ξεφαντώνω
5 διασκεδάζω
6 ξεσκάω
7 ξεδίνω
8 ευθυμώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spasmolitico spassarsela  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spasimare (ρ.αμτβ.)
spasimo (ουσ αρσ )
spasmo (ουσ αρσ )
spasmodico (επίθ.)
spasmolitico (επίθ.)
spassare (ρ. μτβ.)
spassarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spassarsela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
spasseggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spasseggio (ουσ αρσ )
spassionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spassionatamente (επίρ.)
spassionatezza (θηλ.ουσ)
spassionato (επίθ.)
spasso (ουσ αρσ )
spassoso (επίθ.)
spastico (αρσ. επίθ και ουσ)
spastoiare (ρ. μτβ.)
spata (θηλ.ουσ)
spato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---