Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spàsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspasso]

(divertimento) το γλέντι, η διασκέδαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spassionato spassoso  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


andare a spasso = πιγαίνω βόλτα || è uno spasso = έχει πλάκα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spasseggio (ουσ αρσ )
spassionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spassionatamente (επίρ.)
spassionatezza (θηλ.ουσ)
spassionato (επίθ.)
spasso (ουσ αρσ )
spassoso (επίθ.)
spastico (αρσ. επίθ και ουσ)
spastoiare (ρ. μτβ.)
spata (θηλ.ουσ)
spato (ουσ αρσ )
spatola (θηλ.ουσ)
spatolato (επίθ.)
spatriare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spatriarsi (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
spauracchio (ουσ αρσ )
spaurimento (ουσ αρσ )
spaurire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spaurirsi (ρ.μ. (αντων.))
spaurito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---