Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspàsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈspasso] (divertimento) το γλέντι, η διασκέδαση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαandare a spasso = πιγαίνω βόλτα || è uno spasso = έχει πλάκα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |