Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspauriménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spauriˈmento] 1 κατατρομοκράτηση 2 εκφοβισμός 3 φόβισμα 4 καταπτόηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |