ItalianoGreco


spaventàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spavenˈtato]

1 περίφοβος
2 περίτρομος
3 σκιασμένος
4 κατατρομαγμένος
5 αλαφιασμένος
6 τρομαγμένος
7 περιδεής
8 ταραγμένος
9 έμφοβος
10 έντρομος
11 ανήσυχος
12 αγριεμένος
13 φοβισμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---