Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spazialità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spattsjaliˈta]

επίδραση του χώρου (στην αρχιτεκτονική ή την τέχνη)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spaziale spaziamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spavento (ουσ αρσ )
spaventosamente (επίρ.)
spaventosità (θηλ.ουσ)
spaventoso (επίθ.)
spaziale (επίθ.)
spazialità (θηλ.ουσ)
spaziamento (ουσ αρσ )
spaziare (ρ.αμτβ.)
spaziare (ρ. μτβ.)
spaziato (επίθ.)
spazieggiare (ρ. μτβ.)
spazieggiatura (θηλ.ουσ)
spazientire (ρ.αμτβ.)
spazientire (ρ. μτβ.)
spazientirsi (ρ. μ. αμτβ.)
spazientito (επίθ.)
spazio (ουσ αρσ )
spaziosamente (επίρ.)
spaziosità (θηλ.ουσ)
spazioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---