Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspazientìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [spattsjenˈtire] 1 αγανακτώ 2 χάνω την υπομονή μου spazientìre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [spattsjenˈtire] 1 εκνευρίζω κάποιον 2 κάνω κάποιον να χάσει την υπομονή του spazientìrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [spattsjenˈtirsi] ανυπομονώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |