Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spaziosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spattsjosiˈta]

1 απλοχωριά
2 απλωσιά
3 άπλωμα
4 απλοτοπιά
5 ευρυχωρία
6 άπλα
7 απεραντοσύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spaziosamente spazioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spazientire (ρ. μτβ.)
spazientirsi (ρ. μ. αμτβ.)
spazientito (επίθ.)
spazio (ουσ αρσ )
spaziosamente (επίρ.)
spaziosità (θηλ.ουσ)
spazioso (επίθ.)
spaziotempo (ουσ αρσ )
spaziotemporale, spazio–temporale (επίθ.)
spazzacamino (ουσ αρσ )
spazzamine (ουσ αρσ )
spazzaneve (ουσ αρσ )
spazzare (ρ. μτβ.)
spazzata (θηλ.ουσ)
spazzatoio (ουσ αρσ )
spazzatore (ουσ αρσ )
spazzatore (επίθ.)
spazzatrice (θηλ.ουσ)
spazzatura (θηλ.ουσ)
spazzaturaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---