Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spazzatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spattsaˈtojo]

βούρτσα για τον φούρνο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spazzata spazzatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spazzacamino (ουσ αρσ )
spazzamine (ουσ αρσ )
spazzaneve (ουσ αρσ )
spazzare (ρ. μτβ.)
spazzata (θηλ.ουσ)
spazzatoio (ουσ αρσ )
spazzatore (ουσ αρσ )
spazzatore (επίθ.)
spazzatrice (θηλ.ουσ)
spazzatura (θηλ.ουσ)
spazzaturaio (ουσ αρσ )
spazzino (ουσ αρσ )
spazzola (θηλ.ουσ)
spazzolare (ρ. μτβ.)
spazzolata (θηλ.ουσ)
spazzolatrice (θηλ.ουσ)
spazzolatura (θηλ.ουσ)
spazzolificio (ουσ αρσ )
spazzolino (ουσ αρσ )
spazzolone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---