Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spazientìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spattsjenˈtito]

1 αγανακτισμένος
2 εκνευρισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spazientirsi spazio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spazieggiare (ρ. μτβ.)
spazieggiatura (θηλ.ουσ)
spazientire (ρ.αμτβ.)
spazientire (ρ. μτβ.)
spazientirsi (ρ. μ. αμτβ.)
spazientito (επίθ.)
spazio (ουσ αρσ )
spaziosamente (επίρ.)
spaziosità (θηλ.ουσ)
spazioso (επίθ.)
spaziotempo (ουσ αρσ )
spaziotemporale, spazio–temporale (επίθ.)
spazzacamino (ουσ αρσ )
spazzamine (ουσ αρσ )
spazzaneve (ουσ αρσ )
spazzare (ρ. μτβ.)
spazzata (θηλ.ουσ)
spazzatoio (ουσ αρσ )
spazzatore (ουσ αρσ )
spazzatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---