Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spavènto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spaˈvɛnto]

η τρομάρα, ο τρόμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spaventevole spaventosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spaventapasseri (ουσ αρσ )
spaventare (ρ. μτβ.)
spaventarsi (ρ.μ. (αντων.))
spaventato (επίθ.)
spaventevole (επίθ.)
spavento (ουσ αρσ )
spaventosamente (επίρ.)
spaventosità (θηλ.ουσ)
spaventoso (επίθ.)
spaziale (επίθ.)
spazialità (θηλ.ουσ)
spaziamento (ουσ αρσ )
spaziare (ρ.αμτβ.)
spaziare (ρ. μτβ.)
spaziato (επίθ.)
spazieggiare (ρ. μτβ.)
spazieggiatura (θηλ.ουσ)
spazientire (ρ.αμτβ.)
spazientire (ρ. μτβ.)
spazientirsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---