Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spaurìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spauˈrire]

1 κατατρομάζω
2 τρομοκρατώ
3 φοβίζω
4 εκφοβίζω

spaurirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [spauˈrirsi]

1 φοβούμαι
2 σκιάζομαι
3 τρέμω
4 τρομοκρατούμαι
5 τρομάζω
6 πτοούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spaurimento spaurito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spatolato (επίθ.)
spatriare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spatriarsi (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
spauracchio (ουσ αρσ )
spaurimento (ουσ αρσ )
spaurire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spaurirsi (ρ.μ. (αντων.))
spaurito (επίθ.)
spavaldamente (επίρ.)
spavalderia (θηλ.ουσ)
spavaldo (ουσ αρσ )
spavaldo (επίθ.)
spaventapasseri (ουσ αρσ )
spaventare (ρ. μτβ.)
spaventarsi (ρ.μ. (αντων.))
spaventato (επίθ.)
spaventevole (επίθ.)
spavento (ουσ αρσ )
spaventosamente (επίρ.)
spaventosità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---