Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spatriàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spaˈtrjare]

1 μεταναστεύω
2 ξενιτεύομαι
3 εκπατρίζομαι
4 αποδημώ

spatriarsi  
ρήμα που κλίνεται με αντωνυμία ή επιρρηματικό μόριο

Προσφορά I.P.A.: [spaˈtrjarsi]

1 μεταναστεύω
2 ξενιτεύομαι
3 εκπατρίζομαι
4 αποδημώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spatolato spauracchio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spastoiare (ρ. μτβ.)
spata (θηλ.ουσ)
spato (ουσ αρσ )
spatola (θηλ.ουσ)
spatolato (επίθ.)
spatriare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spatriarsi (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
spauracchio (ουσ αρσ )
spaurimento (ουσ αρσ )
spaurire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spaurirsi (ρ.μ. (αντων.))
spaurito (επίθ.)
spavaldamente (επίρ.)
spavalderia (θηλ.ουσ)
spavaldo (ουσ αρσ )
spavaldo (επίθ.)
spaventapasseri (ουσ αρσ )
spaventare (ρ. μτβ.)
spaventarsi (ρ.μ. (αντων.))
spaventato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---