Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spàrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsparto]

1 ίνα σπάρτου
2 σπάρτο Lygeum spartum


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spartizione sparutezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spartire (ρ. μτβ.)
spartisemi (ουσ αρσ )
spartito (ουσ αρσ )
spartitraffico (ουσ αρσ )
spartizione (θηλ.ουσ)
sparto (ουσ αρσ )
sparutezza (θηλ.ουσ)
sparuto (επίθ.)
sparviere (ουσ αρσ )
sparviero (αρσ. επίθ και ουσ)
spasimante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
spasimare (ρ.αμτβ.)
spasimo (ουσ αρσ )
spasmo (ουσ αρσ )
spasmodico (επίθ.)
spasmolitico (επίθ.)
spassare (ρ. μτβ.)
spassarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spassarsela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
spasseggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---