Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spàro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsparo]

ο πυροβολισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sparlatore sparpagliamento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


polvere [θηλ.] da sparo = το μπαρούτι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sparigliare (ρ. μτβ.)
sparire (ρ.αμτβ.)
sparizione (θηλ.ουσ)
sparlare (ρ.αμτβ.)
sparlatore (ουσ αρσ )
sparo (ουσ αρσ )
sparpagliamento (ουσ αρσ )
sparpagliare (ρ. μτβ.)
sparpagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
sparpagliato (επίθ.)
sparsamente (επίρ.)
sparso (επίθ.)
spartachista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Spartaco (κύρ.όν. αρσ.)
spartanamente (επίρ.)
spartano (ουσ αρσ )
spartano (επίθ.)
spartiacque (ουσ αρσ )
spartibile (επίθ.)
spartifuoco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---