Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspàro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsparo] ο πυροβολισμός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpolvere [θηλ.] da sparo = το μπαρούτι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |