Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsparlatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sparlaˈtore] 1 διαβολέας 2 συκοφάντης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |