Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sparàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spaˈrato]

μπροστινό τμήμα πουκάμισου

sparàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spaˈrato]

1 ακαριαίος
2 γρήγορος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sparata sparatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sparagnino (αρσ. επίθ και ουσ)
sparare (ρ.αμτβ.)
sparare (ρ. μτβ.)
spararsi (ρ.μ. (αντων.))
sparata (θηλ.ουσ)
sparato (ουσ αρσ )
sparato (επίθ.)
sparatore (ουσ αρσ )
sparatoria (θηλ.ουσ)
sparecchiamento (ουσ αρσ )
sparecchiare (ρ. μτβ.)
spareggio (ουσ αρσ )
spargere (ρ. μτβ.)
spargersi (ρ.μ. (αντων.))
spargimento (ουσ αρσ )
spargipepe (ουσ αρσ )
sparigliare (ρ. μτβ.)
sparire (ρ.αμτβ.)
sparizione (θηλ.ουσ)
sparlare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---