Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsparàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spaˈrato] μπροστινό τμήμα πουκάμισου sparàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [spaˈrato] 1 ακαριαίος 2 γρήγορος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |