Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sparàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spaˈrata]

1 υπόσχεση χωρίς αντίκρυσμα
2 κομπασμός
3 καυχησιά
4 πυροβολισμός
5 καταιγισμός
6 ομοβροντία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spararsi sparato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sparagiaia (θηλ.ουσ)
sparagnino (αρσ. επίθ και ουσ)
sparare (ρ.αμτβ.)
sparare (ρ. μτβ.)
spararsi (ρ.μ. (αντων.))
sparata (θηλ.ουσ)
sparato (ουσ αρσ )
sparato (επίθ.)
sparatore (ουσ αρσ )
sparatoria (θηλ.ουσ)
sparecchiamento (ουσ αρσ )
sparecchiare (ρ. μτβ.)
spareggio (ουσ αρσ )
spargere (ρ. μτβ.)
spargersi (ρ.μ. (αντων.))
spargimento (ουσ αρσ )
spargipepe (ουσ αρσ )
sparigliare (ρ. μτβ.)
sparire (ρ.αμτβ.)
sparizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---