Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spannatóia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spannaˈtoja]

τρυπητή κουτάλα ξαφρίσματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spannare spannatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spaniare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spaniarsi (ρ.μ. (αντων.))
spaniel (ουσ αρσ )
spanna (θηλ.ουσ)
spannare (ρ. μτβ.)
spannatoia (θηλ.ουσ)
spannatura (θηλ.ουσ)
spannocchia (θηλ.ουσ)
spannocchiare (ρ. μτβ.)
spannocchiatura (θηλ.ουσ)
spannocchio (ουσ αρσ )
spappagallare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spappolamento (ουσ αρσ )
spappolare (ρ. μτβ.)
spappolarsi (ρ.μ. (αντων.))
spappolato (επίθ.)
spappolatore (ουσ αρσ )
sparagella (θηλ.ουσ)
sparaghella (θηλ.ουσ)
sparagiaia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---