Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspandiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spandiˈmento] 1 ρύση 2 έκχυση 3 χύσιμο 4 άπλωμα 5 σκόρπισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |