Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spanàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spaˈnare]

χαλάω σπείρωμα βίδας

spanàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spaˈnarsi]

τρώγεται ή χαλά το σπείρωμα (για βίδα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spampanatura spanato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spalto (ουσ αρσ )
spampanare (ρ. μτβ.)
spampanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spampanato (επίθ.)
spampanatura (θηλ.ουσ)
spanare (ρ. μτβ.)
spanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spanato (επίθ.)
spanatura (θηλ.ουσ)
spanciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spanciata (θηλ.ουσ)
spancio (ουσ αρσ )
spandere (ρ.αμτβ.)
spandere (ρ. μτβ.)
spandersi (ρ.μ. (αντων.))
spandicera (ουσ αρσ )
spandiconcime (ουσ αρσ )
spandifieno (ουσ αρσ )
spandiletame (ουσ αρσ )
spandimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---