Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spampanàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spampaˈnato]

1 με αραιό φύλλωμα
2 φυλλοροών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spampanarsi spampanatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spalmatrice (θηλ.ουσ)
spalmatura (θηλ.ουσ)
spalto (ουσ αρσ )
spampanare (ρ. μτβ.)
spampanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spampanato (επίθ.)
spampanatura (θηλ.ουσ)
spanare (ρ. μτβ.)
spanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spanato (επίθ.)
spanatura (θηλ.ουσ)
spanciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spanciata (θηλ.ουσ)
spancio (ουσ αρσ )
spandere (ρ.αμτβ.)
spandere (ρ. μτβ.)
spandersi (ρ.μ. (αντων.))
spandicera (ουσ αρσ )
spandiconcime (ουσ αρσ )
spandifieno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---