ItalianoGreco


spàlto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspalto]

1 ουδέτερη ζώνη (πολεμική)
2 (al plurale: ((spalti))) πεζούλες (σε πλαγιά βουνού), αναβαθμίδες (σε πλαγιά βουνού)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---