Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspalmàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [spalˈmata] 1 επάλειψη με λάδι 2 πίσσωμα 3 κατράμωμα 4 λάδωμα 5 άλειμμα 6 επάλειψη 7 επίχριση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |